μεσότοιχο(ν)

μεσότοιχο(ν)
το , μεσότοιχος ο
1) общая стена, перегородка (между комнатами); 2) см. μεσοτοιχία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μεσότοιχο(ν)" в других словарях:

  • μεσότοιχο — το (ΑΜ μεσότοιχον, Μ και μεσότοιχο) βλ. μεσότοιχος …   Dictionary of Greek

  • αποτειχίζω — ἀποτειχίζω (Α) Ι. 1. περιβάλλω πόλη ή τόπο με τείχος για οχύρωση ή αποκλεισμό 2. κρατώ μακριά, εμποδίζω κάποιον ή κάτι με οχυρωματικά τείχη 3. αποχωρίζω, χωρίζω II. ( ομαι) 1. ανεγείρω μεσότοιχο, τοίχο για διαχωρισμό 2. ανεγείρω οχυρώματα …   Dictionary of Greek

  • μεσότοιχος — ο, και μεσότοιχο, το (ΑM μεσότοιχος και μεσότοιχον) 1. τοίχος που βρίσκεται μεταξύ δύο οικοδομημάτων, οικοπέδων ή περιβόλων, μεσοτοιχία 2. μτφ. φραγμός, εμπόδιο, φράγμα νεοελλ. εσωτερικός τοίχος ο οποίος χωρίζει δύο διαμερίσματα ή δύο δωμάτια αρχ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»